κυριαρχία

κυριαρχία
Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή απόφανσης για ζωτικά θέματα, που απορρέει από τους κανόνες του νομικού συστήματος. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται από τους παλαιότατους χρόνους για να υποδηλώσει την ανώτατη εξουσία που ασκεί μια θεότητα, ένας εγκόσμιος άρχοντας, ένα σώμα ή μια τάξη που κυβερνά (στα λατινικά magestas). Η σύγχρονη έννοια της κ. ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, στην επιστήμη του οποίου την εισήγαγε ο Γάλλος πολιτειολόγος Μποντέν (1530-1596), ο οποίος θεωρούσε την κ. αναγκαία και απαραίτητη ιδιότητα τόσο της πολιτικής εξουσίας όσο και του ανώτατου οργάνου της. Η σύγχρονη έννοια της κ. ανταποκρίνεται σε τρεις περιοχές σχέσεων, όπου εφαρμόζεται και γίνεται χρήση του όρου της. Κατ’ αρχάς, εφαρμόζεται στο συνταγματικό δίκαιο και στην πολιτειολογία, όπου αναφέρεται στο ανώτατο όργανο του κράτους, που αποτελεί την πηγή των εξουσιών των επιμέρους οργάνων και στηρίζει τη μορφή του πολιτεύματος. Επίσης, στο διεθνές δίκαιο και στη διεθνή πολιτική ορολογία χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ανεξαρτησία και την αυτονομία ενός κράτους στις σχέσεις του με άλλα κράτη ή για να οροθετήσει το δικαίωμα ή την αξίωση μιας εθνικής ομάδας για αυτοδιάθεση, ή για ελεύθερη εκλογή τρόπου διακυβέρνησης. Τέλος, στην πολιτική θεωρία ο όρος κ. εκφράζει την πηγή της νόμιμης διακυβέρνησης ή το ηθικό της κύρος (αυθεντία), αναφερόμενος στην τάξη ή στο σώμα των προσώπων ή των συμφερόντων, στη θέληση των οποίων τελικά υπόκεινται οι αποφάσεις και οι επιλογές των οργάνων του κράτους. λαϊκή κ. Όταν η υπέρτατη πολιτική εξουσία, ικανή και αρμόδια να αναδειχθεί σε κυρίαρχο όργανο και πηγή όλων των επιμέρους εξουσιών του κρατικού μηχανισμού, θεμελιώνεται στη λαϊκή θέληση, θεωρείται ότι ισχύει η αρχή της λαϊκής κ. Η πρώτη εμφάνιση της λαϊκής κ., με τη σημερινή της μορφή, παρουσιάστηκε στη δημοκρατία των Αθηναίων και περιγράφεται στον Επιτάφιο του Περικλή. «Το πολίτευμά μας», επισήμαινε ο Περικλής, «στηρίζεται στους πολλούς, γι’ αυτό λέμε ότι έχουμε κυριαρχία του Δήμου, δηλαδή Δημοκρατία». Η λαϊκή κ. είναι συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ως άμεση πηγή της σύγχρονης λαϊκής κ. και συνακόλουθα της δημοκρατίας (δυτικού τύπου) θεωρείται η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Αμερικανικού Λαού (1776) και η Διακήρυξη της Γαλλικής Επανάστασης (1789). Τις διακηρύξεις αυτές ακολούθησαν τα αμερικανικά συντάγματα που επηρέασαν αργότερα όλα τα συντάγματα της ηπειρωτικής Ευρώπης και συναντήθηκαν με τις αρχές του αγγλοσαξονικού δικαίου, που μέσω της ισχυροποίησης του κοινοβουλευτισμού οδηγήθηκε από άλλον δρόμο στην υιοθέτηση των αρχών της λαϊκής κ. Στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας βρίσκουμε την αρχή της λαϊκής κ. διατυπωμένη στα περισσότερα συνταγματικά κείμενα και τις απαρχές της στο Επαναστατικό Μανιφέστο του Ρήγα (1797), που αναφέρεται γενικά στα δικαιώματα του ανθρώπου, στην ισότητα και στην αλληλοβοήθεια. Στη συνέχεια, η αρχή της λαϊκής κ. διατυπώνεται ρητά στο άρθρο 5 του Συντάγματος της Τροιζήνας (1827), στο οποίο προβλέπεται ότι: «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Το Σύνταγμα του 1864, που ψηφίστηκε μετά την κατάργηση της συνταγματικής μοναρχίας του Όθωνα (1862) και εγκαθίδρυσε το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας, αναγνώρισε τη λαϊκή κ. και τον λαό ως πηγή και φορέα κάθε εξουσίας και ως ανώτατο όργανο της πολιτείας. Κατά τον ίδιο τρόπο εξακολούθησε αυτή η αρχή να επαναλαμβάνεται σε όλες τις μετέπειτα αναθεωρήσεις του Συντάγματος (1911, 1952, ακόμα και στο Σύνταγμα της χούντας των συνταγματαρχών του 1968). Τέλος, το Σύνταγμα του 1975 ορίζει ως θεμέλιο του πολιτεύματος τη λαϊκή κ., την οποία αναλύει στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 ως εξής: «Άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του λαού και υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους, ασκούνται δε καθ’ όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα». Ο λαός, πάντως, τότε μόνο γίνεται πραγματικά κυρίαρχος, όταν υπάρξει γνήσια εκπροσώπησή του και δυνατότητα άσκησης πραγματικής εξουσίας από αυτή. Η υλοποίηση επομένως της έννοιας της λαϊκής κ. είναι ζήτημα πολιτικοκοινωνικής σύνθεσης και έκτασης των δυνάμεων που τη συνειδητοποιούν, τη διεκδικούν και την εφαρμόζουν. Προσδιορίζεται από ιστορικές, γεωπολιτικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Η έκταση και η ποιότητα της λαϊκής κ. εξαρτάται από την ευρύτητα και την κοινωνική προέλευση των δυνάμεων που επικρατούν στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και από το είδος των συμφερόντων που εξυπηρετεί. Η λαϊκή κ. συνδέεται άμεσα με τη θέσπιση και την εφαρμογή των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων και ιδιαίτερα με την αρχή της ισότητας των πολιτών και με την κοινωνική ασφάλεια και προστασία.
* * *
η (AM κυριαρχία)
κυριότητα, εξουσία
νεοελλ.
1. η κατοχή εξουσίας από ένα πρόσωπο ή ένα σύνολο προσώπων και η επιβολή τής θέλησής τους ή η άσκηση αποφασιστικής επίδρασης σε ένα άλλο πρόσωπο ή σύνολο προσώπων ή σε μία κατάσταση (α. «η κυριαρχία τού άνδρα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία» β. «η κυριαρχία των μεγάλων πάνω στους μικρούς» γ. «η κυριαρχία τής Βρετανίας στη θάλασσα ήταν αδιαμφισβήτητη στο παρελθόν»)
2. (νομ.) συμφυής, ουσιαστική, αναφαίρετη και αδιαίρετη ιδιότητα τού κράτους, η οποία συνίσταται στην απόλυτη κυριότητα τής κρατικής εξουσίας στο εσωτερικό τών συνόρων του και στην πλήρη ανεξαρτησία του κατά τις σχέσεις του με άλλα κράτη
3. φρ. α) «λαϊκὴ κυριαρχία» — χαρακτηρισμός αποδιδόμενος σε πολιτικό καθεστώς που εκφράζει την ελεύθερη βούληση τού λαού, ανταποκρίνεται σ' αυτήν και βασίζεται σ' αυτήν
β) «περιορισμένη κυριαρχία» — δόγμα που προβάλλουν ορισμένοι πολιτικοί ή νομικοί και κατά το οποίο, στο σημερινό στάδιο τών διεθνών σχέσεων, η μοναδική, πλήρης και αδιαίρετη κυριότητα τής κρατικής εξουσίας στα πλαίσια τών συνόρων του και η ανεξαρτησία του κατά την άσκηση τής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή τα θεμελιώδη στοιχεία τής κυριαρχίας, περιορίζονται, για μια σειρά εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -αρχία (< -αρχος*), πρβλ. ιερ-αρχία, μητρι-αρχία. Ο τ. κυριαρχία θα προερχόταν από κυρίαρχος (πρβλ. δήμαρχος: δημαρχία), που όμως εμφανίζεται αργότερα. Με τη νεοελλ. σημ. 1. η λ. είναι απόδοση τού γαλλ. όρου domination (< λατ. dominatio), ενώ με τη σημ. 2. απόδοση τού γαλλ. όρου souverainete].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυριαρχία — η το να είναι κάποιος κυρίαρχος, η αποκλειστική ικανότητα της αυτοδιάθεσης και του αυτοπεριορισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”